-
1 τραύματα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τραύματα
-
2 αγριος
3 и 21) дикий(αἶξ Hom.; δένδρεα Her.; ἔλαιον Soph.; τόπος Plat.)
μητρὸς ἀγρίας ἄπο ποτός Aesch. — вино из дикого винограда2) жестокий, свирепый, лютый, злой(ἀνήρ, πτόλεμος Hom.; δρακαίνης φύσις Eur.)
3) неукротимый, необузданный, грубый(θυμός Hom.; ἤθεα Her.; ὀργή Soph.; ἔρωτες Plat.)
4) мучительный, тяжелый(νόσος Soph.; τραύματα Eur.)
5) бурный, ужасный(νύξ Her.; χεῖμα Eur.)
-
3 διακοπη
ἥ1) глубокий порез, рубец(διακοπαὴ καὴ τραύματα Plut.)
2) канал, канава3) отсечение(διακοπὰς ἐπ΄ ἄκραις ταῖς λογχαῖς φέρειν Diod.)
-
4 εναντιος
31) находящийся напротив, противоположный, противолежащий(ἀκταὴ ἐναντίαι ἀλλήλῃσιν Hom.; μέρη τῆς πόλεως Arst.)
ἐ. ἧστο Hom. — он сидел напротив;τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος ἐναντία τάττειν τοῖς πολεμίοις Xen. — обращать тыл к врагу, т.е. бежать от врага;πρόσωπα ἐναντία Plat. — лица, обращенные в противоположные стороны;ἐξ ἐναντίας Thuc., Plat., ἐξ (ἐκ τοῦ) ἐναντίου Xen., Luc. и ἐκ τῶν ἐναντίων Polyb. — с противоположной стороны2) направляющийся навстречу, встречный(δύο ἅμαξαι ἐναντίαι ἀλλήλαις Thuc.; ῥοή Plat.; κινήσεις Arst.)
οἱ ἐναντίη ἤλυθε Hom. — она вышла ему навстречу;ἄνεμος ἐ. ἔπνει Xen. — дул встречный ветер;3) противоположный по смыслу, обратный(τινί и τινός Plat.)
καὴ σμικρὰ καὴ τἀναντία Soph. — и малое, и большое;τέν ἐναντίαν (sc. ψῆφον) θέσθαι τινί перен. Plat. — высказать мнение, противоположное чьему-л.4) вражеский, враждебный, неприятельский(στρατός Pind.; στρατόπεδον Plat.)
ἐναντίοι καὴ σύμμαχοι Xen. — противники и союзники -
5 επιδεω
I(fut. ἐπιδήσω)1) привязывать, прикреплять(λόφον Arph. и med. ἐπὴ τὰ κράνεα λόφους Her.; ἐπιδούμενοι πρὸς ἀλλήλους Plut.)
2) перевязыватьII(fut. ἐπιδεήσω)1) тж. med. не иметь, быть лишенным(τινος Plut.)
τετρακόσιαι μυριάδες ἐπιδέουσαι ἑπτὰ χιλιάδων Her. — четыре миллиона без семи тысяч;ἐπιδεόμενος τριάκοντα ἡμερῶν Plat. — которому не хватает еще тридцати дней;ἐπιδεῖ τινος impers. Plat. — не хватает чего-л.2) med. нуждаться(τινος Her., Xen.)
οὗ ἂν μέ οἴηται ἐπιδεῖσθαι Plat. — в чем он, по его мнению, не нуждается -
6 επικαταρρεω
(aor. pass. ἐπικατερρύην) досл. стекать, перен. опускаться, падать -
7 επωδυνος
-
8 καθαιμος
-
9 καραδοκεω
с пристальным вниманием высматривать, напряженно выжидатьκ. τὸν πόλεμον τῇ πεσέεται Her. — выжидать, чем кончится война;
αὔραν ἱστίοις καραδοκῶν Eur. — выжидая ветра для парусов, т.е. попутного ветра;κ. τἀπιόντα τραύματα Eur. — внимательно следить за наносимыми ударами, т.е. бдительно отражать их;κ. εἴς τινα Arph. — обратить свои взоры на кого-л. -
10 καταδεω
I1) привязывать(ἵππους ἱμᾶσιν ἐπὴ φάτνῃ, ἱστὸν προτόνοισιν Hom.; τοὺς ἵππους ἐν μέσῳ Plut.)
2) связывать(τινα ὅπλῳ στερεῶς Hom.)
3) завязывать(τοὺς ὀφθαλμούς Her.)
ἀγχόνιον βρόχον καταδήσασθαι Eur. — удавиться4) перевязывать(τὰ τραύματά τινος NT.)
5) запирать, преграждать(ἀνέμων κέλευθα или κελεύθους τινί, νόστον τινός Hom.)
6) заковывать(τινὰ ἐν δεσμῷ Hom.)
7) сковыватьἐν φόβῳ καταδεθεῖσα Eur. — охваченная ужасом (Креуса)8) заключать в тюрьму(τοὺς ἐλευθέρους Thuc.)
κ. τινα τέν ἐπὴ θανάτῳ (sc. δέσιν) Her. — бросить кого-л. в тюрьму, назначив ему смертную казнь9) уличать, признавать(κ. τινα φῶρα εἶναι Her.)
IIбыть неполным, иметь недостачуἡ ὁδὸς καταδέει πεντεκαίδεκα σταδίων ὡς μέ εἶναι πεντακοσίων καὴ χιλίων Her. — дорога (от Афин до Писы) имеет 1500 стадий без 15;
ἕνδεκα μυριάδες μιῆς χιλιάδος καταδέουσαι Her. 110000 — без 1000 -
11 κατασβεννυμι
κατασβέννυμι, κατασβεννύω(в знач. pass.: aor. 2 κατέσβην, pf. κατέσβηκα)1) гасить, тушить(πῦρ Hom., Arst.)
; pass. угасать, гаснутьκατασβεσθῆναι τέν πυρήν Her. — (говорят, что) костер погас
2) осушать(θάλασσαν, πηγήν Aesch.)
; pass. высыхать, иссякатьκλαυμάτων πηγαὴ κατεσβήκασι Aesch. — источники слез иссякли, т.е. нет больше слез
3) подавлять, успокаивать, унимать(ἔριν Soph.; τέν ταραχήν Xen., Plut.; τὰς ἡδονάς Plat.)
; заглушать(τέν πολλέν βοήν Soph.; τέν δυσχέρειαν Plat.)
ἀπὸ σμικρῶν ταχὺ ἐρεθιζόμενός τε καὴ κατασβεννύμενος (ὅ θυμός) Plat. — характер, быстро возбуждающийся из-за мелочей и (снова) успокаивающийся4) исцелять, лечить(τὰ τραύματα Luc.)
-
12 κατασβεννυω...
κατασβεννύω...κατασβέννυμι, κατασβεννύω(в знач. pass.: aor. 2 κατέσβην, pf. κατέσβηκα)1) гасить, тушить(πῦρ Hom., Arst.)
; pass. угасать, гаснутьκατασβεσθῆναι τέν πυρήν Her. — (говорят, что) костер погас
2) осушать(θάλασσαν, πηγήν Aesch.)
; pass. высыхать, иссякатьκλαυμάτων πηγαὴ κατεσβήκασι Aesch. — источники слез иссякли, т.е. нет больше слез
3) подавлять, успокаивать, унимать(ἔριν Soph.; τέν ταραχήν Xen., Plut.; τὰς ἡδονάς Plat.)
; заглушать(τέν πολλέν βοήν Soph.; τέν δυσχέρειαν Plat.)
ἀπὸ σμικρῶν ταχὺ ἐρεθιζόμενός τε καὴ κατασβεννύμενος (ὅ θυμός) Plat. — характер, быстро возбуждающийся из-за мелочей и (снова) успокаивающийся4) исцелять, лечить(τὰ τραύματα Luc.)
-
13 νεανικος
-
14 προσθιος
31) передний(πόδες Her., Arst.; κῶλα Plat., Arst.; ὀδόντες Arst.)
βάσιν χερσὴ προσθίαν καθαρμόζειν Eur. — передвигаться на четвереньках;χοροὴ οἱ πρόσθιοι Arph. — передний ряд зубов2) нанесенный или полученный спереди(τραύματα Anth.)
-
15 τελαμων
- ῶνος ὅ1) перевязь, ремень Her.δύω τελαμῶνε, ὅ μὲν σάκεος, ὅ δὲ φασγάνου Hom. — две перевязи, одна у щита, другая у меча
2) повязка, бинтτὸν νεκρὸν κατειλίσσειν τελαμῶσι Her. — обматывать (набальзамированное) тело бинтами;
ἀμφὴ τραύματα τελαμῶνας βαλεῖν Eur. — наложить повязки на раны -
16 υφαλος
-
17 φλεγμονη
ἥ1) горящая масса(πέτραι καὴ φλεγμοναί Plut.)
2) лихорадка, жар Plut.3) воспаление(φλεγμοναὴ περὴ τραύματα Plut.)
4) возбуждение, волнение(φ. καὴ στυγνότης Plut.)
-
18 υποκύπτω
αμετ.1) покоряться, подчиняться, уступать, поддаваться;υποκύπτω στον πειρασμό — поддаться искушению, не устоять перед искушением;
υποκύπτω εις τάς αξιώσεις τινός — уступать чьйм-л. требованиям, выполнять чьи-л. требования;
2) умереть, скончаться;υπέκυψε εις το μοιραίον он умер; υπέκυψε εις τα τραύματα он умер от ран
См. также в других словарях:
τραύματα — τραῦμα wound neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραύμαθ' — τραύματα , τραῦμα wound neut nom/voc/acc pl τραύματι , τραῦμα wound neut dat sg τραύματε , τραῦμα wound neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραύματ' — τραύματα , τραῦμα wound neut nom/voc/acc pl τραύματι , τραῦμα wound neut dat sg τραύματε , τραῦμα wound neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… … Dictionary of Greek
γάγγραινα — Νέκρωση ποικίλης έκτασης μιας περιοχής του σώματος, που παρουσιάζει επιπλοκή από την εγκατάσταση μικροβίων. Διακρίνεται σε γ. ξηρή και υγρή. Η πρώτη εμφανίζεται στα άκρα και οφείλεται στην παρεμπόδιση της τοπικής αιμάτωσης εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις … Dictionary of Greek
μότωμα — μότωμα, τὸ (Α) [μοτώ (Ι)] 1. μοτός κατασκευασμένος για τραύματα 2. στουπί, πλέγμα λινών νημάτων για τοποθέτηση πάνω σε τραύματα … Dictionary of Greek
σπαστικός — (Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων … Dictionary of Greek
ύπουλος — η, ο / ὕπουλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που κάτω από την φαινομενική καλωσύνη ή υγεία κρύβει κακό ή κακά (α. «ύπουλη νόσος» β. «οἰδεῑ καὶ ὕπουλός ἐστιν ἡ πόλις», Πλούτ. γ. «κάλλος κακῶν ὕπουλον», Σοφ.) 2. (για πρόσ.) κρυψίνους, δόλιος, υποκριτικός (α.… … Dictionary of Greek
τραυματολογία — η 1. τμήμα της χειρουργικής που καταγίνεται με τα τραύματα. 2. επιστημονική πραγματεία για τα τραύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Verwundeter — Als Trauma (v. griech. τραύμα; Pl.: Traumata, v. griech. τραύματα) bezeichnet man in der Medizin oder Biologie eine Schädigung, Verletzung oder Wunde, die durch Gewalt von außen entsteht. Die Lehre der Verletzungsarten und ihrer Behandlung wird… … Deutsch Wikipedia